αναρρόφηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρρόφηση οι αναρροφήσεις
      γενική της αναρρόφησης* των αναρροφήσεων
    αιτιατική την αναρρόφηση τις αναρροφήσεις
     κλητική αναρρόφηση αναρροφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρροφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναρρόφηση < αναρροφώ, (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναρρόφη(σις) + -ση.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + ρόφηση με διπλασιασμό ρρ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.naˈɾo.fi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ναρ‐ρό‐φη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναρρόφηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]