αναρρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναρρώνω < (ελληνιστική κοινήἀναρρώννυμι

Ρήμα[επεξεργασία]

αναρρώνω

  1. γίνομαι ξανά υγιής μετά από ασθένεια ή τραυματισμό, βρίσκομαι στο στάδιο της ανάρρωσης
  2. (μεταφορικά) επανέρχομαι στην πρότερη καλή κατάσταση μετά από σοβαρή δοκιμασία, πρόβλημα κλπ.

Κλίση[επεξεργασία]

Σημείωση: Ο αόριστος στην οριστική και ανέρρωσα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]