αναρτητέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αναρτητέος, -α, -ο
- που πρέπει να αναρτηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αναρτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναρτητέος
|