αναρτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρτώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αναρτώ
- κρεμώ (κάτι)
- (διαδίκτυο) post: δημοσιεύω άρθρο, γνώμη, κλπ. στο διαδίκτυο (σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κλπ.)