Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναρτώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀναρτῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναρτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναρτῶ, συνηρημένος τύπος του ἀναρτάω (κρεμάω) < ἀν(α)- + ἀρτάω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.naɾˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναρτώ

αναρτώ.-άς, -ά..., πρτ.: αναρτούσα, αόρ.: ανάρτησα/(ανήρτησα), παθ.φωνή: αναρτώμαι, π.αόρ.: αναρτήθηκα, μτχ.π.π.: αναρτημένος/(ανηρτημένος)

  1. (λόγιο) κρεμώ (κάτι)
  2. (διαδίκτυο) αγγλικά post: δημοσιεύω άρθρο, γνώμη στο διαδίκτυο (σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κ.λπ.)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ενεργητική φωνή λείπει η κλίση

Παθητική φωνή. Επιπλέον, παρωχημένη λόγια μετοχή με αύξηση: ανηρτημένος.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]