αναρχισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρχισμός < αναρχία + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναρχισμός αρσενικό
- κοινωνικοοικονομική και πολιτική θεωρία και πρακτική που επιδιώκει την κατάργηση του κράτους και μια κοινωνία βασισμένη στην αυτοοργάνωση και την αυτοδιαχείριση των ανθρώπων, χωρίς την ύπαρξη κεντρικής εξουσίας
- πολιτικό δόγμα που πρεσβεύει ότι η πολιτική εξουσία, με οποιαδήποτε μορφή, δεν είναι αναγκαία, ούτε επιθυμητή.
- πολλές ομάδες που εφαρμόζουν τον αναρχισμό στις δικές τους λειτουργίες παίρνουν αποφάσεις ομόφωνα αντί να προβούν σε ψηφοφορία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναρχισμός