ανασαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανασαίνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνασαίνω < ἀνεσαίνω < ἄνεσις

ανασαίνω

  1. αναπνέω
  2. αναπαύομαι, παίρνω μια ανάσα, χαλαρώνω, ανακουφίζομαι ψυχικά ή σωματικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]