ανασκελάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανασκελάς οι ανασκελάδες
      γενική του ανασκελά των ανασκελάδων
    αιτιατική τον ανασκελά τους ανασκελάδες
     κλητική ανασκελά ανασκελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασκελάς < πιθανόν από την αρχαία ελληνική ὀνοσκελής, δηλαδή που έχει πόδια όνου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανασκελάς αρσενικό και Ανασκελάς

  • στη λαϊκή παράδοση αναφέρεται ως στοιχειό με μορφή γαϊδάρου ή ανθρώπου που το ένα του πόδι είναι γαϊδάρου ή με μορφή βοδιού -σε περιοχές της Κρήτης θεωρείται ο διάβολος μεταμορφωμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]