ανασκελώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασκελώνω < μεσαιωνική ελληνική < ἀνασκελώνω < ίσως από την επίσης μεσαιωνική ελληνική ἀνάσκελα ίσως αντιστρόφως
Ρήμα[επεξεργασία]
ανασκελώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασκελώνω | ανασκέλωνα | θα ανασκελώνω | να ανασκελώνω | ανασκελώνοντας | |
β' ενικ. | ανασκελώνεις | ανασκέλωνες | θα ανασκελώνεις | να ανασκελώνεις | ανασκέλωνε | |
γ' ενικ. | ανασκελώνει | ανασκέλωνε | θα ανασκελώνει | να ανασκελώνει | ||
α' πληθ. | ανασκελώνουμε | ανασκελώναμε | θα ανασκελώνουμε | να ανασκελώνουμε | ||
β' πληθ. | ανασκελώνετε | ανασκελώνατε | θα ανασκελώνετε | να ανασκελώνετε | ανασκελώνετε | |
γ' πληθ. | ανασκελώνουν(ε) | ανασκέλωναν ανασκελώναν(ε) |
θα ανασκελώνουν(ε) | να ανασκελώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασκέλωσα | θα ανασκελώσω | να ανασκελώσω | ανασκελώσει | ||
β' ενικ. | ανασκέλωσες | θα ανασκελώσεις | να ανασκελώσεις | ανασκέλωσε | ||
γ' ενικ. | ανασκέλωσε | θα ανασκελώσει | να ανασκελώσει | |||
α' πληθ. | ανασκελώσαμε | θα ανασκελώσουμε | να ανασκελώσουμε | |||
β' πληθ. | ανασκελώσατε | θα ανασκελώσετε | να ανασκελώσετε | ανασκελώστε | ||
γ' πληθ. | ανασκέλωσαν ανασκελώσαν(ε) |
θα ανασκελώσουν(ε) | να ανασκελώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανασκελώσει | είχα ανασκελώσει | θα έχω ανασκελώσει | να έχω ανασκελώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανασκελώσει | είχες ανασκελώσει | θα έχεις ανασκελώσει | να έχεις ανασκελώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανασκελώσει | είχε ανασκελώσει | θα έχει ανασκελώσει | να έχει ανασκελώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασκελώσει | είχαμε ανασκελώσει | θα έχουμε ανασκελώσει | να έχουμε ανασκελώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανασκελώσει | είχατε ανασκελώσει | θα έχετε ανασκελώσει | να έχετε ανασκελώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασκελώσει | είχαν ανασκελώσει | θα έχουν ανασκελώσει | να έχουν ανασκελώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασκελώνω
|