ανασκοπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνασκοπῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασκοπώ < αρχαία ελληνική ἀνασκοπέω / ἀνασκοπῶ < σκοπέω / σκοπῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ανασκοπώ

  1. επανεξετάζω
  2. αναπολώ, αναλογίζομαι
  3. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]