ανασπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασπώ < αρχαία ελληνική ἀνασπάω / ἀνασπῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ανασπώ (λόγιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασπώ
|
Δείτε επίσης : ἀνασπῶ |
ανασπώ (λόγιο)
|