αναστέλλων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναστέλλων η αναστέλλουσα το αναστέλλον
      γενική του αναστέλλοντος της αναστέλλουσας
αναστελλούσης*
του αναστέλλοντος
    αιτιατική τον αναστέλλοντα την αναστέλλουσα το αναστέλλον
     κλητική αναστέλλων αναστέλλουσα αναστέλλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναστέλλοντες οι αναστέλλουσες τα αναστέλλοντα
      γενική των αναστελλόντων των αναστελλουσών των αναστελλόντων
    αιτιατική τους αναστέλλοντες τις αναστέλλουσες τα αναστέλλοντα
     κλητική αναστέλλοντες αναστέλλουσες αναστέλλοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αναστέλλων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]