Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναστατώσεις

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αναστατώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναστατώνω
  2. θα αναστατώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναστατώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

αναστατώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναστάτωση