ανασυνδυασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασυνδυασμός < ανασυνδυάζω + -μός < ανα- + συνδυάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανασυνδυασμός αρσενικό
- (σπάνιο) ο συνδυασμός εκ νέου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασυνδυασμός
παραλλαγή]: permutation (en) |