ανασφάλιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνασφάλιστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανασφάλιστος η ανασφάλιστη το ανασφάλιστο
      γενική του ανασφάλιστου της ανασφάλιστης του ανασφάλιστου
    αιτιατική τον ανασφάλιστο την ανασφάλιστη το ανασφάλιστο
     κλητική ανασφάλιστε ανασφάλιστη ανασφάλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανασφάλιστοι οι ανασφάλιστες τα ανασφάλιστα
      γενική των ανασφάλιστων των ανασφάλιστων των ανασφάλιστων
    αιτιατική τους ανασφάλιστους τις ανασφάλιστες τα ανασφάλιστα
     κλητική ανασφάλιστοι ανασφάλιστες ανασφάλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασφάλιστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνασφάλιστος (ανοχύρωτος). Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + (ασφαλίζω) ασφαλισ- + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.naˈsfa.li.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐σφά‐λι‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανασφάλιστος, -η -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ασφαλής

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]