Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανασχηματισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανασχηματισμός οι ανασχηματισμοί
      γενική του ανασχηματισμού των ανασχηματισμών
    αιτιατική τον ανασχηματισμό τους ανασχηματισμούς
     κλητική ανασχηματισμέ ανασχηματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανασχηματισμός μαρτυρείται από το 1892 στην καθαρεύουσα (ἀνασχηματισμός) [1] < ἀνασχηματίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανασχηματισμός αρσενικό

  1. (λόγιο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασχηματίζω
     συνώνυμα: ανασύνθεση, αναδιαμόρφωση, αναμόρφωση, ανασύσταση, ανασυγκρότηση, επαναδιαμόρφωση, μετασχηματισμός
  2. (ειδικότερα) (πολιτική) η μεταβολή της σύνθεσης των ατόμων που απαρτίζουν μία κυβέρνηση
    παράδειγμα  Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης ανακοινώθηκε εφνιδιαστικά από τον πρωθυπουργό.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. στον Κ. Μαυρουδή - ανασχηματισμός, σελ.70, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου