ανασόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασόνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική anason < αρχαία ελληνική ἄννησον (αντιδάνειο) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανασόνι ουδέτερο

  • (παρωχημένο) το γλυκάνισο
    Μες στο Ζαγόρι είναι δεντρί, το λέγουν ανασόνι
    όποιες, κόρη μ, κι αν φίλησα καμιά δεν είπε σώνει (δημοτικό δίστιχο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Νίκος Σαραντάκος, Λέξεις που χάνονται: 366 λέξεις, η ερμηνεία και η ιστορία τους, ΒΗΜΑ, σελ. 30