ανασύνδεση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανασύνδεση | οι | ανασυνδέσεις |
γενική | της | ανασύνδεσης* | των | ανασυνδέσεων |
αιτιατική | την | ανασύνδεση | τις | ανασυνδέσεις |
κλητική | ανασύνδεση | ανασυνδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασυνδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανασύνδεση < ανασυνδέσω + -ση ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική renouement)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανασύνδεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ανασυνδέω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανασύνδεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)