ανασύνταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανασύνταξη | οι | ανασυντάξεις |
γενική | της | ανασύνταξης* | των | ανασυντάξεων |
αιτιατική | την | ανασύνταξη | τις | ανασυντάξεις |
κλητική | ανασύνταξη | ανασυντάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασυντάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασύνταξη < αρχαία ελληνική ἀνασύνταξις, μορφολογικά αναλύεται ανά- + σύνταξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανασύνταξη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασυντάσσω, η ανασυγκρότηση των δυνάμεων (προσωπικών ή του στρατού)
- η τακτοποίηση εκ νέου ενός καταλάγου, ο έλεγχος των επιμέρους στοιχείων του και η σύνθεση νέου καταλόγου με επικαιροποιημένα στοιχεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασύνταξη
|