ανασύνταξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανασύνταξη οι ανασυντάξεις
      γενική της ανασύνταξης* των ανασυντάξεων
    αιτιατική την ανασύνταξη τις ανασυντάξεις
     κλητική ανασύνταξη ανασυντάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασυντάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασύνταξη < αρχαία ελληνική ἀνασύνταξις, μορφολογικά αναλύεται ανά- + σύνταξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανασύνταξη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασυντάσσω, η ανασυγκρότηση των δυνάμεων (προσωπικών ή του στρατού)
  2. η τακτοποίηση εκ νέου ενός καταλάγου, ο έλεγχος των επιμέρους στοιχείων του και η σύνθεση νέου καταλόγου με επικαιροποιημένα στοιχεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]