αναταρασσόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναταρασσόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αναταράσσω
Μετοχή[επεξεργασία]
αναταρασσόμενος, -η, -ο
- που αναταράζεται
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ταράζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναταρασσόμενος
|