ανατιμολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ανατιμολογώ (παθητική φωνή: ανατιμολογούμαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανατιμολόγηση
- → δείτε τις λέξεις ανά, τιμολογώ, τιμή και λέγω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανατιμολογώ | ανατιμολογούσα | θα ανατιμολογώ | να ανατιμολογώ | ανατιμολογώντας | |
β' ενικ. | ανατιμολογείς | ανατιμολογούσες | θα ανατιμολογείς | να ανατιμολογείς | (ανατιμολόγει) | |
γ' ενικ. | ανατιμολογεί | ανατιμολογούσε | θα ανατιμολογεί | να ανατιμολογεί | ||
α' πληθ. | ανατιμολογούμε | ανατιμολογούσαμε | θα ανατιμολογούμε | να ανατιμολογούμε | ||
β' πληθ. | ανατιμολογείτε | ανατιμολογούσατε | θα ανατιμολογείτε | να ανατιμολογείτε | ανατιμολογείτε | |
γ' πληθ. | ανατιμολογούν(ε) | ανατιμολογούσαν(ε) | θα ανατιμολογούν(ε) | να ανατιμολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανατιμολόγησα | θα ανατιμολογήσω | να ανατιμολογήσω | ανατιμολογήσει | ||
β' ενικ. | ανατιμολόγησες | θα ανατιμολογήσεις | να ανατιμολογήσεις | ανατιμολόγησε | ||
γ' ενικ. | ανατιμολόγησε | θα ανατιμολογήσει | να ανατιμολογήσει | |||
α' πληθ. | ανατιμολογήσαμε | θα ανατιμολογήσουμε | να ανατιμολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ανατιμολογήσατε | θα ανατιμολογήσετε | να ανατιμολογήσετε | ανατιμολογήστε | ||
γ' πληθ. | ανατιμολόγησαν ανατιμολογήσαν(ε) |
θα ανατιμολογήσουν(ε) | να ανατιμολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανατιμολογήσει | είχα ανατιμολογήσει | θα έχω ανατιμολογήσει | να έχω ανατιμολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανατιμολογήσει | είχες ανατιμολογήσει | θα έχεις ανατιμολογήσει | να έχεις ανατιμολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανατιμολογήσει | είχε ανατιμολογήσει | θα έχει ανατιμολογήσει | να έχει ανατιμολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανατιμολογήσει | είχαμε ανατιμολογήσει | θα έχουμε ανατιμολογήσει | να έχουμε ανατιμολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανατιμολογήσει | είχατε ανατιμολογήσει | θα έχετε ανατιμολογήσει | να έχετε ανατιμολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανατιμολογήσει | είχαν ανατιμολογήσει | θα έχουν ανατιμολογήσει | να έχουν ανατιμολογήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατιμολογώ
|