ανατολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανατολή | οι | ανατολές |
γενική | της | ανατολής | των | ανατολών |
αιτιατική | την | ανατολή | τις | ανατολές |
κλητική | ανατολή | ανατολές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατολή < αρχαία ελληνική ἀνατολή < ἀνατέλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.tɔˈli/
- συλλαβισμός : α‐να‐το‐λή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανατολή θηλυκό
- η αρχή της εμφάνισης ενός ουράνιου σώματος πάνω από τον ορίζοντα
- (ειδικότερα) η ανατολή (1) του Ήλιου
- (συνεκδοχικά) η ώρα που ανατέλλει ένα ουράνιο σώμα
- (συνεκδοχικά) ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, από την πλευρά που ανατέλλει ο ήλιος
- (μεταφορικά) η αρχή, το αρχικό ξεκίνημα
- Συνώνυμα γέννηση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατολή