ανατοποθέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανατοποθέτηση | οι | ανατοποθετήσεις |
γενική | της | ανατοποθέτησης* | των | ανατοποθετήσεων |
αιτιατική | την | ανατοποθέτηση | τις | ανατοποθετήσεις |
κλητική | ανατοποθέτηση | ανατοποθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατοποθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατοποθέτηση < ανατοποθετώ + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε ανα- + τοποθέτηση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.to.poˈθe.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐το‐πο‐θέ‐τη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανατοποθέτηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ανατοποθετώ
- η τοποθέτηση αντικειμένων ή πραγμάτων πίσω στην (αρχική τους) θέση
- η τακτοποίηση ή η αναδιοργάνωση αντικειμένων
- (μεταφορικά) η εξέταση ή η συζήτηση ενός θέματος από νέα βάση
- (οικονομία) η εκ νέου τοποθέτηση και επένδυση κάποιων κεφαλαίων αλλού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ανατοποθετώ, τόπος και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατοποθέτηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)