Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανατροφοδοτήσεις

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ανατροφοδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατροφοδοτώ
  2. θα ανατροφοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατροφοδοτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ανατροφοδοτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανατροφοδότηση