ανατυπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανατυπώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀνατυπόω-ἀνατυπῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ανατυπώνω

  • ξανατυπώνω ένα παλιότερο βιβλίο, το επανεκδίδω χωρίς όμως αλλαγές, ανανέωση ή και τυχόν βελτίωση, το τυπώνω μένοντας πιστός στην πρώτη έκδοση ως είχε ή το τυπώνω ακριβώς ίδιο επειδή απλά διεκπεραιώνω την εργασία χωρίς να με προβληματίζει ή να με αφορά το περιεχόμενο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]