αναφαγιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναφαγιά οι αναφαγιές
      γενική της αναφαγιάς των αναφαγιών
    αιτιατική την αναφαγιά τις αναφαγιές
     κλητική αναφαγιά αναφαγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναφαγιά < ανα- + έφαγα + -ιά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναφαγιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]