αναφλεκτήρας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναφλεκτήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) μηχανολογικό εξάρτημα που προκαλεί την ανάφλεξη, όπως π.χ. ενός αερίου, χάρη στην παραγωγή σπινθήρα