αναφλεκτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/dd/Mica_spark_plug_%28Manual_of_Driving_and_Maintenance%29.jpg/220px-Mica_spark_plug_%28Manual_of_Driving_and_Maintenance%29.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναφλεκτήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) μηχανολογικό εξάρτημα που προκαλεί την ανάφλεξη, όπως π.χ. ενός αερίου, χάρη στην παραγωγή σπινθήρα