αναφυλακτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναφυλακτικός η αναφυλακτική το αναφυλακτικό
      γενική του αναφυλακτικού της αναφυλακτικής του αναφυλακτικού
    αιτιατική τον αναφυλακτικό την αναφυλακτική το αναφυλακτικό
     κλητική αναφυλακτικέ αναφυλακτική αναφυλακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναφυλακτικοί οι αναφυλακτικές τα αναφυλακτικά
      γενική των αναφυλακτικών των αναφυλακτικών των αναφυλακτικών
    αιτιατική τους αναφυλακτικούς τις αναφυλακτικές τα αναφυλακτικά
     κλητική αναφυλακτικοί αναφυλακτικές αναφυλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναφυλακτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αναφυλακτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]