αναφύσημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναφύσημα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναφύσημα τα αναφυσήματα
      γενική του αναφυσήματος των αναφυσημάτων
    αιτιατική το αναφύσημα τα αναφυσήματα
     κλητική αναφύσημα αναφυσήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναφύσημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναφύσημα < ἀναφυσάω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική souffle [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.naˈfi.si.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐φύ‐ση‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναφύσημα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]