αναχωμάτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναχωμάτωση οι αναχωματώσεις
      γενική της αναχωμάτωσης* των αναχωματώσεων
    αιτιατική την αναχωμάτωση τις αναχωματώσεις
     κλητική αναχωμάτωση αναχωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναχωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναχωμάτωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναχωμάτωση θηλυκό

  • συσσώρευση χώματος για το γέμισμα ενός ανοίγματος στο έδαφος ή για τη δημιουργία αναχώματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]