αναχωρητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναχωρητής < αναχωρώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναχωρητής αρσενικό
- αυτός που εγκαταλείπει τα εγκόσμια, ο ερημίτης
αναχωρητής αρσενικό