αναχωρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναχωρώ < αρχαία ελληνική ἀναχωρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αναχωρώ

  1. φεύγω (από ένα μέρος για να εκτελέσω δρομολόγιο ή ταξίδι)

Κλίση[επεξεργασία]


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]