ανδρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανδρίζομαι < αρχαία ελληνική ἀνδρίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀνδρίζω < ἀνήρ
Ρήμα[επεξεργασία]
ανδρίζομαι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άνδρας
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανδρίζομαι | ανδριζόμουν(α) | θα ανδρίζομαι | να ανδρίζομαι | ||
β' ενικ. | ανδρίζεσαι | ανδριζόσουν(α) | θα ανδρίζεσαι | να ανδρίζεσαι | (ανδρίζου) | |
γ' ενικ. | ανδρίζεται | ανδριζόταν(ε) | θα ανδρίζεται | να ανδρίζεται | ||
α' πληθ. | ανδριζόμαστε | ανδριζόμαστε ανδριζόμασταν |
θα ανδριζόμαστε | να ανδριζόμαστε | ||
β' πληθ. | ανδρίζεστε | ανδριζόσαστε ανδριζόσασταν |
θα ανδρίζεστε | να ανδρίζεστε | (ανδρίζεστε) | |
γ' πληθ. | ανδρίζονται | ανδρίζονταν ανδριζόντουσαν |
θα ανδρίζονται | να ανδρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανδρίστηκα | θα ανδριστώ | να ανδριστώ | ανδριστεί | ||
β' ενικ. | ανδρίστηκες | θα ανδριστείς | να ανδριστείς | ανδρίσου | ||
γ' ενικ. | ανδρίστηκε | θα ανδριστεί | να ανδριστεί | |||
α' πληθ. | ανδριστήκαμε | θα ανδριστούμε | να ανδριστούμε | |||
β' πληθ. | ανδριστήκατε | θα ανδριστείτε | να ανδριστείτε | ανδριστείτε | ||
γ' πληθ. | ανδρίστηκαν ανδριστήκαν(ε) |
θα ανδριστούν(ε) | να ανδριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανδριστεί | είχα ανδριστεί | θα έχω ανδριστεί | να έχω ανδριστεί | ανδρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανδριστεί | είχες ανδριστεί | θα έχεις ανδριστεί | να έχεις ανδριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανδριστεί | είχε ανδριστεί | θα έχει ανδριστεί | να έχει ανδριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανδριστεί | είχαμε ανδριστεί | θα έχουμε ανδριστεί | να έχουμε ανδριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανδριστεί | είχατε ανδριστεί | θα έχετε ανδριστεί | να έχετε ανδριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανδριστεί | είχαν ανδριστεί | θα έχουν ανδριστεί | να έχουν ανδριστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανδρίζομαι
|