ανδρογένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανδρογένεση οι ανδρογενέσεις
      γενική της ανδρογένεσης* των ανδρογενέσεων
    αιτιατική την ανδρογένεση τις ανδρογενέσεις
     κλητική ανδρογένεση ανδρογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανδρογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανδρογένεση < άνδρας + γένεση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανδρογένεση θηλυκό

  • (βιολογία): η ανάπτυξη των δευτερευόντων ανδρικών σεξουαλικών χαρακτηριστικών.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]