ανδροκρατούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανδροκρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ανδροκρατούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ανδροκρατούμενος
- που ανδροκρατείται, που ελέγχεται από άνδρες, που ουσιαστικά αποκλείει έμμεσα τις γυναίκες από υψηλές θέσεις
- ανδροκρατούμενος εργασιακός χώρος