ανδρολογικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανδρολογικός < ανδρολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ανδρολογικός
- ο σχετικός με ένα ζήτημα που αφορά στα όργανα αναπαραγωγής του άνδρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανδρολογικός
Πηγές
[επεξεργασία]- «ανδρολογία: ανδρολόγος, ανδρολογικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)