ανδρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανδρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνδρός (προφροά με [nd]), γενική του ἀνήρ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /anˈðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐δρός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ανδρός αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του άνδρας
- ↪ Στη δύσκολη εκείνη στιγμή, φάνηκε ο ισχυρός χαρακτήρας του ανδρός και η πολιτική του διορατικότητα.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- του άνδρα (κοινή νεοελληνική)
από το άντρας