ανείδωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανείδωτος η ανείδωτη το ανείδωτο
      γενική του ανείδωτου της ανείδωτης του ανείδωτου
    αιτιατική τον ανείδωτο την ανείδωτη το ανείδωτο
     κλητική ανείδωτε ανείδωτη ανείδωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανείδωτοι οι ανείδωτες τα ανείδωτα
      γενική των ανείδωτων των ανείδωτων των ανείδωτων
    αιτιατική τους ανείδωτους τις ανείδωτες τα ανείδωτα
     κλητική ανείδωτοι ανείδωτες ανείδωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

ανείδωτος, -η, -ο

Tης αγάπης αίματα   *   με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη * νοτιά
  * των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα * Pόδο μου Aμάραντο




Μεταφράσεις[επεξεργασία]