ανεβατά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ανεβατά < ανεβατός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανεβατά
- μόνον για κέντημα, το κέντησαν ανεβατά, δηλ. με ανεβατό (είδος κεντήματος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεβατά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανεβατά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανεβατό