ανεβοκατεβαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεβοκατεβαίνω < ανεβαίνω -ο- κατεβαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανεβοκατεβαίνω

  • κατεβαίνω αλλά χρειάζεται να ξανανέβω και μετά να ξανακατέβω
  • Αμάν! Ξέχασα το τάπερ με τα γλυκά! Δεν πας βρε αντρούλη μου να τα φέρεις να μην ανεβοκατεβαίνω εγώ;

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]