ανεγείρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεγείρω < (ελληνιστική κοινή) ἀνεγείρω
Ρήμα[επεξεργασία]
ανεγείρω
ανεγείρω