ανεγκεφαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεγκεφαλία < αν- (στερητικό α-) + εγκεφαλ(ος) + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανεγκεφαλία θηλυκό
- (ιατρική) η τερατογενής διάπλαση εμβρύου, από το οποίο λείπει μέρος ή ολόκληρος ο εγκέφαλος (ή/και ο νωτιαίος μυελός).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεγκεφαλία