ανεγκρατής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεγκρατής η ανεγκρατής το ανεγκρατές
      γενική του ανεγκρατούς* της ανεγκρατούς του ανεγκρατούς
    αιτιατική τον ανεγκρατή την ανεγκρατή το ανεγκρατές
     κλητική ανεγκρατή(ς) ανεγκρατής ανεγκρατές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεγκρατείς οι ανεγκρατείς τα ανεγκρατή
      γενική των ανεγκρατών των ανεγκρατών των ανεγκρατών
    αιτιατική τους ανεγκρατείς τις ανεγκρατείς τα ανεγκρατή
     κλητική ανεγκρατείς ανεγκρατείς ανεγκρατή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

ανεγκρατής (el), -ής, -ές και ακρατής (el), -ής, -ές

  1. ασυγκράτητος
    • με μη σωστά λειτουργούσα προζωστρίδα (ενδοκρινολογικά ή αξονικά)
  2. ανήθικος
  3. χωρίς αναστολές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

|| unreserved (en), unrepressed (en), liberated (en), unconstrained (en), unselfconscious (en), free and easy (en), relaxed (en), informal (en), open (en), outgoing (en), extrovert (en), candid (en), outspoken (en), frank (en), forthright (en), spontaneous (en), instinctive (en), shameless (en)upfront (en)