ανεισφορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεισφορία < ελληνιστική κοινή ἀνεισφορία < ἀνείσφορος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανεισφορία θηλυκό
- (λόγιο) η απαλλαγή από την εισφορά, η εξαίρεση από τον φόρο
- ※ Φαίνεται ότι ο Βεσπασιανός, όταν αφαίρεσε την αυτονομία από τους Έλληνες δεν επανήλθε και στο θέμα της ανεισφορίας, που είχε συνδεθεί από τον Νέρωνα μαζί της. (Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Ϛʹ: Ελληνισμός και Ρώμη, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1973, ISBN 978-960-213-102-2, σελ. 151)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεισφορία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)