ανεκδήλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ανεκδήλωτος
- ο μη εκδηλωμένος, ο κρυφός ή πάντως ο μη δεδηλωμένος, που δεν εκφράστηκε πλήρως (συνήθως για συναισθήματα, προτιμήσεις, πολιτικές τοποθετήσεις)