ανεκδιήγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεκδιήγητος < ελληνιστική < στερητικό ἀν- και ἐκδιηγοῦμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.nek.ðiˈi.ʝi.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεκδιήγητος
- (μειωτικό) που δεν έχει ειρμό και λογική, που δεν μπορούμε να τον περιγράψουμε ή να τον εξηγήσουμε
- τι να σου πω! Είσαι ανεκδιήγητος!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- αρχικά χρησιμοποιήθηκε με την κυριολεκτική σημασία, κάποιος που δεν μπορεί να περιγραφεί και αργότερα παρέμεινε μόνο η αρνητική σημασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεκδιήγητος