ανεκμετάλλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεκμετάλλευτος (λόγιο) < α- στερητικό + εκμεταλλεύομαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεκμετάλλευτος
- αναξιοποίητος, που δεν έχει αξιοποιηθεί (συχνότερα κυρίως γιια τον εθνικό πλούτο και πάντως όχι για έμψυχα)
- ανεκμετάλλευτος ορυκτός πλούτος, δασικός πλούτος
- Δεν αφήνουν τίποτα ανεκμετάλλευτο, βγάζουν κι από τη μύγα ξίγκι, όλα τα έχουν εμπορευματοποιήσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεκμετάλλευτος