ανεκτικότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεκτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνεκτικό(της) + -τητα (μαρτυρείται από το 1873)[1] < (ελληνιστική κοινή) ἀνεκτικός (υπομονετικός). Μορφολογικά αναλύεται σε ανεκτικ(ός) + -ότητα [2][3]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.ktiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐κτι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεκτικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ανεκτικός, η ιδιότητα τού ανεκτικού
- (καταχρηστικά) ανθεκτικότητα [4]
- ⮡ Έχει ανεκτικότητα στις ιώσεις.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεκτικότητα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ἀνεκτικότης ανεκτικότητα, σελ.85, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ανεκτικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανεκτικότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανεκτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)