ανεκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεκτικότητα < ανεκτικός + -ότητα < (ελληνιστική κοινή) ἀνεκτικός < αρχαία ελληνική ἀνέχομαι < ἀνέχω < ἔχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανεκτικότητα θηλυκό