ανεκτύπωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεκτύπωτος < αν- (στερητικό α-) + εκτυπ(ώνω) + -ωτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεκτύπωτος