ανεκχώρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεκχώρητος < αν- + εκχωρώ + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inaliénable)
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεκχώρητος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεκχώρητος