ανεκύμαντος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεκύμαντος < ακύμαντος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεκύμαντος
- (ιδιωματικό) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του ακύμαντος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κύμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεκύμαντος
|